2

Τροφή

Η κυριότερη τροφή των κατοίκων του χωριού ήταν κυρίως όσπρια. Τις επίσημες μέρες έτρωγαν κρέας κατσίκας, ρίφια (ερίφια) και κοτόπουλα. Το λιτό τραπέζι συμπλήρωνε το χωριάτικο ψωμί και το ντόπιο κρασί.

Ένα ακόμη ντόπιο παραδοσιακό ποτό, ήταν η σούμα, την οποία έβγαζαν με απόσταξη (ξεράκισμα) από σύκα ή τσίπουρα. Παλαιότερα έβγαζαν σούμα και από τα συκάμινα, τον περίφημο συκαμνίτη. Η σούμα αποτελεί εκλεκτό ποτό το οποίο παράγεται και στις μέρες μας στη Χίο. Στα Λεπτόποδα κάθε χρόνο μέσα στον Αύγουστο πραγματοποιείται με ιδιαίτερη επιτυχία η Γιορτή της Σούμας.

Το ψωμί παρασκευαζόταν από ντόπιο σιτάρι ανακατεμένο με κριθάρι (σμιγάδι). Η νοικοκυρά έπιανε (ζύμωνε) από το βράδυ το ανάπημα (προζύμι). Το πρωί ζύμωνε, ενώ τα παιδιά κουβαλούσαν κλαδιά από τις σελίες (σωρούς κλαδιών) για το άναμμα του φούρνου. Παλαιότερα οι σκάφες, μέσα στις οποίες ζύμωναν, ήταν σκαλισμένοι κορμοί δέντρων και κυρίως πλατάνες.

Όταν η νοικοκυρά τελείωνε το ζύμωμα, έπλαθε τα ψωμιά επάνω στο πλαστοσάνιο ή στο πλασερό. Ήταν ένα σανίδι μεγάλο με ένα χέρι. Αφού έδινε στη ζύμη το σχήμα ψωμιού, το τοποθετούσε στην πινακωτή. Η πινακωτή ήταν κορμός δέντρου και είχε σκαλισμένα βαθουλώματα (καυκιά) μέσα στα οποία έμπαινε η ζύμη. Αν ήθελε να κάνει πίτα για μνημόσυνο, χρησιμοποιούσε την πλασταριά, που ήταν ένα μεγάλο στρογγυλό σανίδι με χέρι. Το αλεύρι της πίτας το κοσκίνιζε με ψιλό κόσκινο που το ονόμαζαν πλασερό.

Τα ψωμιά σκεπάζονταν για να ανήουν (φουσκώνουν). Στο διάστημα αυτό η νοικοκυρά πύρωνε το φούρνο. Τα κλαδιά σπρώχνονταν μέσα με την κατσουνίκα, ένα σιδερένιο γάμα με ξύλινο στυλεό. Όταν ο φούρνος πύρωνε, τοποθετούσε σ” ένα μακρύ ξύλο (σκάλεθρο) μια δέσμη κλαδιών πεύκου (σφούγγιο) και μ” αυτό καθάριζε το δάπεδο του φούρνου.

Έπειτα η νοικοκυρά έπαιρνε το σφουρνεύτριο που ήταν ένα κυκλικό σανίδι, όσο να χωρεί ένα ψωμί, με μακρύ στυλεό και έριχνε τα ψωμιά στο φούρνο. Σε λίγο έβγαινε η πίτα την οποία έτρωγαν με κοπανιστή. Για τα μικρά παιδιά η νοικοκυρά έφτιαχνε κολίκια (κουλούρια). Στον ιδιοκτήτη του φούρνου έδινε μια πίτα και ένα μικρό ψωμάκι, το ζεστό. Στο χωριό υπήρχαν αρκετοί φούρνοι.

Η νοικοκυρά έκανε ψωμιά για πολλές ημέρες., γιατί δεν είχε καιρό να ζυμώνει συχνά. Εν τούτοις το ψωμί, αν και γινόταν σαν πέτρα, σπάνια μούχλιαζε. Ίσως γιατί το ντόπιο αλεύρι ήταν ανόθευτο, γνήσιο σιμιγδάλι, αλεσμένο με παραδοσιακό τρόπο.

Ετικέτες: