Απόκριες

Απόκριες

Η περίοδος των Αποκριών, τις παλαιότερες εποχές, ήταν γεμάτη από γλέντια και κουδουνάτους, όπως έλεγαν οι χωριανοί τους μεταμφιεσμένους. Οι γυναίκες δε ντύνονταν μασκαράδες, αν και μετείχαν στα γλέντια. Συνήθως έπαιρναν κάποιο θέμα σχετικό με τη ζωή στο χωριό και έκαναν την ανάλογη μεταμφίεση.

Το κρασί έρεε άφθονο και βοηθούσε τους χορευτές που χόρευαν τον αποκριάτικο χορό, τον περπατικό όπως τον έλεγαν. Ο κορυφαίος του χορού τραγουδούσε ένα δίστιχο και οι υπόλοιποι το επαναλάμβαναν. Ο χορός αυτός μοιάζει με τον αγέρανο της Πάρου. Μερικά δίστιχα που λέγονταν είναι τα παρακάτω :

Αποκριάτικος 1
«Τούτες ημέρες έχουν το, τούτες οι εβδομάδες,
να τρώμε και να πίνομε σαν εξεφαντωτάδες.
Στα όρη βγαίνει κάπαρη
τα λόγια σου” ναι ζάχαρη.

Περάσανε οι κριατερές πάνε κι οι τυρινά(δ)ες
ήρθε κι αγιά Σαρακοστή με τις εφτά βδομά(δ)ες.
Στα όρη βγαίνω και θωρώ
το μπόι σου μέσ” το χορό.

Άρκισε γλώσσα μ” άρκισε τραβούδια ν” αραδιάζεις
τις όμορφες αφ” τα ψηλά να μας τις κατη(β)άζεις.
Τα ματάκια σου μου λένε
σαν πεθάνω θα με κλαίνε.

Σ” αγάπησα μα τι” καμα της γης την όψη πήρα
του κόσμου τον κατατρεμό και σένα δε σε πήρα.
Άσπρο γλυκό μου μέρτσινο
σε” σένα είν” το φταίξιμο.

Ποιος κρίνος ωραιότατος σου” δωκεν την ασπράδα
και ποια μηλιά γλυκομηλιά τη ροδοκοκκινάδα.
Ας ήμουν στο χεράκι σου
καπνός και δεφτεράκι σου.

Ντέβρι θα πάρω τα βουνά να δω κι αυτά τι λένε
να δω τα μάτια π” αγαπώ σαν τα δικά μου κλαίνε.
Αμύγδαλον ετσάκισα
και μέσα σε ζωγράφισα.

Ως και το χώμα που πατείς και κείνο το γνωρίζω,
σκύβω και το γλυκοφιλώ και δάκρυα το γεμίζω.
Να” μουνα της γης βελόνι
να πατείς να σ” αγκιλώνει.

Καρδιά μου απαρηγόρητη παρηγορήσου ατή σου
κι άλλες καρδιές το πάθανε δεν είσαι μοναχή σου.
Στον ποταμό στις λυγαριές
σε φίλησα μα δεν το λες.

Θα πάω να” βρω ένα δεντρί που να “ ναι μοναχόν του,
να κλαίει αυτό τον πόνο του κι εγώ τον εδικό μου.
Στα όρη βγαίνουν κρίταμα
σ” αγάπησα μα τ” ήκαμα.

Ώστε να ζιω θα σ” αγαπώ και μέσ” το μαύρο χώμα
και κει όταν με βάλουνε θα σ” αγαπώ ακόμα.
Να” μουνα λύση και δέση
στην ψιλή λιγνή σου μέση.

Τι ήκαμα της μάνας σου κι όπου με δει με βρίζει
το δρόμο το βασιλικό κανείς δεν τον ορίζει.
Ο ποταμός τραβά κλαδιά
κι εγώ για λόγου σου σκλαβιά.

Μ” αρνήστηκες που ν” αρνηστείς το φως των εματιών σου
να λαχταρείς για να με δεις και γω να στέκω μπρος σου.
Άντε να πάμε κει που λες
που κάμνουν τα πουλιά φωλιές.

Στιγμή και ώρα δεν περνά που να μη σε θυμούμαι
και με το αχ και με το βαχ πάλι παρηγοριούμαι.
Άντε να πάμε και τα δυο
σαν τα ψαράκια στο γιαλό.

Ω ουρανέ που” σαι ψηλά κατέβα κάνε κρίση
αγάπη δώδεκα χρονώ γυρέβγει να μ” αφήσει.
Σύρμα και συρματένιε μου
σταυρέ μαλαματένιε μου.

Καινούργια αγάπη και παλιά με βάλανε στη μέση
γυρίζω βλέπω την παλιά καινούργια δεν μ” αρέσει.
Έλα κοντά μου ακούμπησε
μη στέκεις και λυπούμαι σε.»

Αποκριάτικος 2
«Άρχισε γλώσσα μ “άρχισε τραβούδια ν” αραδιάζεις
τις όμορφες αφ΄ τα ψηλά να μας τις κατεβάζεις.
Τούτη γης που την πατούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε.

Σαν αρχινήσω και τα πω τα πάθη μου τραβούδια
η μαύρη γης μαραίνεται δε βγάζει πια λουλούδια.
Έλα, έλα που σου λέω
μη με τυραννάς και κλαίω.

Καρσί μου είν” ένα δεντρί που βγάζει το πιπέρι
και γράφουνε τα φύλλα του πως θα γενούμε ταίρι.
Έλα, έλα με τα μένα
να περνάς χαριτωμένα.

Ψηλόν κυπαρισσάκι μου σείσου και καν” αέρα
να κελαδήσουν τα πουλιά να παρ” ο νους μ” αέρα.
Μαζί μαζί πηγαίναμε
κι όλο για σένα λέγαμε.

Όποιος μ” ακού να τραβουδώ άραγες τι θα λέει
αν ήξερε τον πόνο μου μαζί μου θε να κλαίει.
Ο μπροστινός βαρυπατεί
χαρά στη νέα που κρατεί.

Δεν είσαι συ που μου” λεγες α δε με δεις πεθαίνεις
και τώρα πορπατείς και λες που με δες που με ξέρεις.
Εσόν τα λέω κι άκου τα
πάρε χαρτίν και γράφε τα.»
 
Αποκριάτικος 3
«Σαν αρχινήσ” η γλώσσα μου δεν είναι για να σφάλει,
γιατί την εσπουδάσανε του έρωτα δασκάλοι.
Αλίμονο και πάλι αλί
εράισα σαν το γυαλί.

Ψηλόν κυπαρισσάκι μου σείσου και καν” αέρα
να κελαηδήσουν τα πουλιά να ξημερώσ” η μέρα.
Έλα, έλα που σου λέω
μη με τυραννάς και κλαίω.

Ο έρωτας εις την αρχή είναι γλυκός και πλάνος
μα σα ριζώσει στην καρδιά είναι καμός μεγάλος.
Αμύγδαλό μου ταλικό,
ποιος σου” πε πως δε σ” αγαπώ.

Ντέβρι θα πάρω τα βουνά να βρω χελώνας αίμα
να φαρμακώσω τους οχτρούς που λεν κακό για” σένα.
Στον ποταμό στη γλίστρα του
με τρέλανε η χωρίστρα του.»
 
Την τελευταία Αποκριά, την Τυρινή, δεν έτρωγαν κρέας, αλλά οι νοικοκυρές έφτιαχναν χερίσια μακαρόνια από ντόπιο αλεύρι που συνοδεύονταν από ντόπιο κατσικίσιο τυρί. Ένα άλλο είδος ζυμαρικών που συνηθιζόταν στο χωριό ήταν οι κουλουρίες. Έμοιαζαν με τις χυλόπιτες. Οι νοικοκυρές άνοιγαν με τη ματσόβεργα φύλλο με ζυμάρι από ντόπιο αλεύρι. Στη συνέχεια έκοβαν το φύλλο σε λωρίδες, όπως τις χυλόπιτες.

Τελευταία έτρωγαν ένα αυγό, για να “βουλώσουν”, όπως έλεγαν, την κατάλυση των πασχαλινών φαγητών. Από την Καθαρή Δευτέρα άρχιζε αυστηρή νηστεία. Σ” όλη τη διάρκεια της Μ. Σαρακοστής δεν έτρωγαν κρέας,ψάρι,τυρί, αυγά και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή νήστευαν και το λάδι.