Ιστορία
Επαγγελματική ζωή
ΕΛΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Κύρια απασχόληση των κατοίκων των βορειοχώρων, μέχρι το 1821 ήταν η κτηνοτροφία. Αναφέρεται επίσης ότι η Χίος είχε μεγάλη παραγωγή σε τυριά. Οι ελιές καλλιεργήθηκαν περισσότερο στα βορειόχωρα μετά την επανάσταση. Ως τότε, η Χίος έκανε εισαγωγή λαδιού από τη γειτονική Μυτιλήνη.
Οι ελιές του χωριού ήταν χονδρολιές. Τα δέντρα έμενα ακλάδευτα και ήταν πανύψηλα. Λόγω του ύψους τους λοιπόν, η συγκομιδή των ελιών ήταν δύσκολη, έτσι οι χωριανοί καθάριζαν το χώρο γύρω από τα δέντρα και περίμεναν να πέσει ο καρπός με τον αέρα. Αφού τις μάζευαν, τις έκαναν σωρούς στο σοδιαστήρι (αποθήκη) μέχρι να μαζέψουν πολλές, ώστε να λημεριάσουν στο αλετρουβιό, δηλαδή να κόβουν ελιές μια ολόκληρη μέρα.
Συχνά οι ελιές άναβαν και σάπιζαν. Αν σ” αυτό προστεθούν και οι διάφορες ασθένειες που χτυπούσαν τον καρπό (δάκος, πυρηνοτρήτης), είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι το λάδι ήταν πολύ βαρύ (τάγγιαζε) και έκαιγε το λαιμό.
Τα ελαιοτριβεία (αλετρουβιά) ήταν πρωτόγονα. Στην αρχή είχαν ξύλινο πιεστήριο και στη συνέχεια σιδερένιο. Το κύλιντρο (μυλόπετρα), που έκοβε τις ελιές, το γύριζε ζώο. Το πιεστήριο (σειράκι), για να πιέσει τις πετσέτες, κατέβαινε με το γύρισμα του αργάτη (μποζαργάτη), τον οποίο γύριζαν 2-3 άνθρωποι με τις μανέλες.
Ο αλετρουβιάρης (ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου) έπαιρνε λάδι για την πληρωμή του, το λεγόμενο ληνιάτικο. Αυτός που έκοβε τις ελιές έκανε το τραπέζι στους εργάτες, τόσο το μεσημέρι όσο και το βράδυ και η γυναίκα του έφτιαχνε τηγανίτες. Οι εργάτες δεν πληρωνόταν αλλά ήταν δανεικοί. Αυτός που έκοβε τις ελιές θα πήγαινε εργάτης, όταν οι εργάτες του θα έκοβαν τις δικές τους ελιές. Στη σημερινή εποχή, το χωριό παράγει αρκετό λάδι και κουρμάδες (χαμάδες ελιές), ενώ η απόδοση των ελιών σε λάδι ξεπερνά το 30%.
ΓΕΩΡΓΙΑ
Τα χωράφια, γίνονταν με εκβραχισμό (γκούφισμα) στις απότομες πλαγιές των βουνών. Με τους βράχους κτιζόταν μια πεζούλα που συγκρατούσε τα χώματα και έτσι γινόταν μια σκάλα χωράφι στο κάτω μέρος της οποίας φύτευαν δέντρα και κλήματα, ενώ το υπόλοιπο το έσπερναν. Έτσι τα βουνά φαίνονται σαν μια συνεχής σκάλα.
Το γκούφισμα γινόταν με δανεικούς εργάτες. Μια ομάδα νέων εργαζόταν τη μια μέρα στο χωράφι του ενός και την άλλη στο χωράφι του άλλου, μέχρις ότου πάνε στα χωράφια όλων των μελών της ομάδα.
Βέβαια, συχνά οι τοίχοι γκρέμιζαν και γίνονταν οι εγλαστράες, οι οποίες έπρεπε να κτισθούν από την αρχή. Εκτός από τα χωράφια αυτά, που όταν ήταν καινούργια τα έλεγαν γυρίσματα, υπήρχαν και τα πλαοχώραφα. Αυτά ήταν χωράφια χωρίς τοίχους με μόνα σύνορα τα σταλίκια, τα οποία ήταν δύο πέτρες πλάκες που μπήγονταν στο έδαφος και σημείωναν τα όρια των χωραφιών.
Η προετοιμασία του χωραφιού γινόταν την άνοιξη με το νειάσιμο (όργωμα) και με το διόλισμα (δεύτερο νειάσιμο). Το φθινόπωρο μεταφέρονταν στα χωράφια και η κοπριά από τα κατώγια και τους στάβλους. Τα γεωργικά εργαλεία ήταν το ησιόδειο άροτρο (άλετρο), ο ζυγός (ζυός) και το αξινούρι.
Η σπορά ήταν μια επίπονη εργασία. Ο γεωργός αφού έκανε το σταυρό του, άρχιζε να σπέρνει κρατώντας το σπορότουβρα με το σπόρο. Το όργωμα άρχιζε με το αποόλιασμα, δηλαδή τις πρώτες αλετριές στο κάτω μέρος του χωραφιού. Την άνοιξη έβγαζαν από τους τράφους (άκρες των χωραφιών) τα χορτάρια και τα έκαναν χεροόλους (χειρόβολα). Όταν ξεραίνονταν τα μετέφεραν στο χωριό για τροφή των ζώων.
Τον Ιούνιο, τον οποίο οι παλιοί ονόμαζαν Προούλη (τον Ιούλιο Δευτεροούλη), άρχιζε το θέρος. Οι περισσότεροι έμεναν στα χωράφια. Καθάριζαν ένα μέρος από τις πέτρες, έστρωναν χάμω χόρτα, τα λεγόμενα βόερα και έφτιαχναν τη μοναριά. Εκεί κοιμούνταν το βράδυ. Απαραίτητο στρωσίδι ο κίλικας, φτιαγμένος από μαλλί κατσικίσιο. Ο θερισμός γινόταν με δρεπάνια με κοντή λαβή ή με κλαδευτήρια (πριονάκια). Τα στάχυα γίνονταν δρομιά (μικρές αγκαλιές) και στη συνέχεια δεμάτια, τα οποία δένονταν με λυές που ήταν κλαδιά από σπάρτους. Με τα ζώα μεταφέρονταν στο αλώνι, όπου σχηματίζονταν οι θεμωνιές.
Η αποκομιδή των άχυρων λεγόταν ξέμπασμα. Το σιτάρι που θα γινόταν αλεύρι, το έπλεναν και το πήγαιναν για άλεσμα στους Τρεις Μύλους ή στης Νερούς το Μύλο ή σε άλλους αντίστοιχους γειτονικούς. Στο χωριό υπήρχαν πολλοί χερόμυλοι. Σ” αυτούς άλεθαν τον αρακά και έκαναν τον αλεστό (φάβα), που αποτελούσε αγαπημένο φαγητό των χωριανών. Επίσης στο χερόμυλο άλεθαν το σιτάρι και έκαναν το χόντρο (πληγούρι).
Το χωριό είχε μεγάλη παραγωγή σύκων. Μέρος της παραγωγής το πουλούσαν, ενώ τα υπόλοιπα αφού τα φούρνιζαν, τα έβαζαν στους συκόπιθους για το χειμώνα, ενώ οι νοικοκυρές παρασκεύαζαν παστελαριές, σύκα γεμιστά με αμύγδαλο, κ.ά.
ΑΜΠΕΛΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Στην περιοχή των βορειοχώρων, παραγόταν ο φημισμένος και ξακουστός “Αριούσιος Οίνος”. Οι μαρτυρίες που επικρατούν συγκλίνουν στην άποψη ότι η Αριούσια χώρα, που έβγαζε το φημισμένο κρασί, πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή μεταξύ του ακρωτηρίου “Κάβο Μελανιός” και του Πελινναίου.
Το πλήθος των τοπωνυμίων όπως Αμπελίτης, Πάτος, Αμπέλι, στο Κλήμα του Αγίου Γεωργίου κ.ά, μαρτυρούν την εκτεταμένη αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή του χωριού. Είναι περίεργη η συνύπαρξη της αμπελοκαλλιέργειας και της κτηνοτροφίας στην ίδια περιοχή. Φαίνεται όμως ότι το περίφημο κρασί των βορειοχώρων (ο Αριούσιος) έβγαινε, κυρίως από τα δεντροκλήματα, που απλώνονταν πάνω σε πεύκους, πλατάνια, δρύες και άλλα δέντρα.
Φαίνεται ότι η αργιλώδης σύσταση του εδάφους των βορειοχώρων, το οποίο πλουτιζόταν από διάφορες άλλες ουσίες (σάπισμα φύλλων πεύκου, ρετσίνι κ.ά) καθώς και η επίδραση του πεύκου στο κλήμα, που ήταν σκαρφαλωμένο επάνω του, συντελούσαν στην εξαιρετική ποιότητα του κρασιού.
Η περιποίηση των αμπελιών ήταν μια επίπονη εργασία. Τα πρώτα σταφύλια κόβονταν την παραμονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου. Ανήμερα της γιορτής τα πήγαιναν στην εκκλησία και τα τοποθετούσαν μπροστά στην εικόνα του Χριστού στο τέμπλο, όπου ο παπάς στο τέλος της Λειτουργίας τα ευλογούσε. Ο τρύγος γινόταν τον Σεπτέμβριο. Τα σταφύλια έμεναν 5-6 ημέρες στον ήλιο. Τα μετέφεραν στο χωριό με τις φόρες, που ήταν μεγάλα κοφίνια πλεγμένα από λυγαριές και τα έριχναν μέσα στον πάτο. Βοηθητικά μέσα στο πάτημα των σταφυλιών ήταν ο αργός (χοντρό, μακρύ ξύλο) και η καλαμωτή.
Το κρασί αποθηκευόταν σε πήλινα πιθάρια (σφύες), τα οποία μετά την ζύμωση τα σκέπαζαν και τα έχριζαν με μέλαγγα. Το κρασί ήταν παχύρρευστο, ευωδιαστό, εύγευστο και είχε ωραίο χρώμα που κυριολεκτικά έβαφε το ποτήρι. Με το μούστο γινόταν η μουσταλευριά με άφθονα αμύγδαλα, καθώς και πετουμέζι (πετιμέζι).
Ξεράκισμα
Από τα τσίπουρα, τα λεγόμενα υπολείμματα των σταφυλιών μετά το πάτημα, έβγαζαν με ξεράκισμα (απόσταξη) τη σούμα ή ρακή. Η θέση που γινόταν το ξεράκισμα λεγόταν ξερακάγκια. Εκεί ήταν ο τααρότοπος, όπου τοποθετούσαν το ταάρι, που ήταν ένα βαρέλι με κρύο νερό για την υγροποίηση των ατμών της απόσταξης. Η σούμα μεταφερόταν στο σπίτι με ένα ειδικό αμφίστομο πήλινο δοχείο, που το έλεγαν μπουρνιά.
ΑΛΛΕΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
- ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ
Στα πολύ παλιά χρόνια οι χωριανοί ασχολούνταν πολύ με τη μελισσοκομία. Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα μεγάλο μέρος των μελισσοκήπων βρίσκονταν στο λαγκάδι της Γαλατούς.
- ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΟΤΡΟΦΙΑ
Στα υστεροβυζαντινά χρόνια, αρχίζει στο χωριό, όπως και σε όλο το νησί, η μεταξοσκωληκοτροφία. Τότε φυτεύτηκαν πολλές συκαμνιές (μουριές). Η επεξεργασία του μεταξιού δεν γινόταν στο χωριό. Οι χωριανοί πουλούσαν τα κουκούλια στη Χώρα, όπου υπήρχαν εργαστήρια επεξεργασίας. Αργότερα όμως, οι μεταξοσκώληκες προσβλήθηκαν από άγνωστη αρρώστια, η παραγωγή κουκουλιών μειώθηκε ώσπου τελικά σταμάτησε περί τα τέλη του 19ου αι. Στο χωριό έμειναν αρκετές συκαμνιές (μουριές), των οποίων τα φύλλα χρησιμεύουν ως τροφή ζώων. Επίσης, από τα συκάμινα έβγαζαν ωραία σούμα, τον περίφημο συκαμνίτη.
- ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΚΕΡΑΜΟΥ
Τα μεταλλεία της Κεράμου, κυριαρχούσαν για πολλά χρόνια στην εργασιακή ενασχόληση των κατοίκων της περιοχής, ενώ επηρέαζαν τον τρόπο ζωής στα γύρω χωριά και στα Λεπτόποδα. Από εκεί έβγαινε μετάλλευμα το οποίο ήταν μείγμα αντιμονίου. Ο Κέραμος, γίνεται εργασιακό κέντρο για πολλά χρόνια, δυστυχώς όμως οι εργάτες προσβάλλονταν από πνευμονοκονίαση, γιατί δεν έπαιρναν τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης.
Στα χρόνια της σκλαβιάς
Η μεγάλη απόσταση από την πρωτεύουσα του νησιού, η έλλειψη συγκοινωνίας και το ορεινό και δύσβατο έδαφος ήταν οι κυριότερες αιτίες της απομόνωσης του χωριού και γενικότερα όλων των βορειοχώρων. Τα Λεπτόποδα ειδικά βρίσκονται ξεκομμένα από τα χωριά της Αμανής και του Πελινναίου.
Σε όλα τα χωριά της Αμανής, εκτός της Βολισσού επικρατούσε μεγάλη φτώχεια, γεγονός που δεν τράβηξε την προσοχή των Τούρκων στην περιοχή. Εμφανίζονταν μόνο για την είσπραξη διαφόρων φόρων. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το χωριό διοικούσαν οι λεγόμενοι Δημογέροντες ή Προεστοί. Συγκαλούσαν τις λαϊκές συνελεύσεις στην αυλή της εκκλησίας, μια συνήθεια που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας. Κοντά στο χωριό δεν υπάρχουν πηγές με άφθονο νερό. Φαίνεται ότι η πρώτη πηγή ύδρευσης του χωριού ήταν η Μέση Βρύση, ένα γραφικό κτίσμα από πέτρα της περιοχής των Θυμιανών και ντόπια οικοδομικά υλικά.
Λόγω αύξησης του πληθυσμού, η ανάγκη για περισσότερο νερό αυξήθηκε και μέσα από έγγραφα που σώζονται, οι χωριανοί αποφασίζουν να φέρουν νερό από Έλληνο στην Όξω Βρύση καθώς και την Απάνω Βρύση. Τα Βορειόχωρα ήταν τα πρώτα που επαναστάτησαν κατά των Τούρκων το 1822. Γιαυτό και η οργή των βαρβάρων ήταν μεγάλη εναντίον τους. Το 1827 πέντε χρόνια μετά τη σφαγή τα Λεπτόποδα είχαν μόνο 22 ψυχές.
Τροφή
Η κυριότερη τροφή των κατοίκων του χωριού ήταν κυρίως όσπρια. Τις επίσημες μέρες έτρωγαν κρέας κατσίκας, ρίφια (ερίφια) και κοτόπουλα. Το λιτό τραπέζι συμπλήρωνε το χωριάτικο ψωμί και το ντόπιο κρασί.
Ένα ακόμη ντόπιο παραδοσιακό ποτό, ήταν η σούμα, την οποία έβγαζαν με απόσταξη (ξεράκισμα) από σύκα ή τσίπουρα. Παλαιότερα έβγαζαν σούμα και από τα συκάμινα, τον περίφημο συκαμνίτη. Η σούμα αποτελεί εκλεκτό ποτό το οποίο παράγεται και στις μέρες μας στη Χίο. Στα Λεπτόποδα κάθε χρόνο μέσα στον Αύγουστο πραγματοποιείται με ιδιαίτερη επιτυχία η Γιορτή της Σούμας.
Το ψωμί παρασκευαζόταν από ντόπιο σιτάρι ανακατεμένο με κριθάρι (σμιγάδι). Η νοικοκυρά έπιανε (ζύμωνε) από το βράδυ το ανάπημα (προζύμι). Το πρωί ζύμωνε, ενώ τα παιδιά κουβαλούσαν κλαδιά από τις σελίες (σωρούς κλαδιών) για το άναμμα του φούρνου. Παλαιότερα οι σκάφες, μέσα στις οποίες ζύμωναν, ήταν σκαλισμένοι κορμοί δέντρων και κυρίως πλατάνες.
Όταν η νοικοκυρά τελείωνε το ζύμωμα, έπλαθε τα ψωμιά επάνω στο πλαστοσάνιο ή στο πλασερό. Ήταν ένα σανίδι μεγάλο με ένα χέρι. Αφού έδινε στη ζύμη το σχήμα ψωμιού, το τοποθετούσε στην πινακωτή. Η πινακωτή ήταν κορμός δέντρου και είχε σκαλισμένα βαθουλώματα (καυκιά) μέσα στα οποία έμπαινε η ζύμη. Αν ήθελε να κάνει πίτα για μνημόσυνο, χρησιμοποιούσε την πλασταριά, που ήταν ένα μεγάλο στρογγυλό σανίδι με χέρι. Το αλεύρι της πίτας το κοσκίνιζε με ψιλό κόσκινο που το ονόμαζαν πλασερό.
Τα ψωμιά σκεπάζονταν για να ανήουν (φουσκώνουν). Στο διάστημα αυτό η νοικοκυρά πύρωνε το φούρνο. Τα κλαδιά σπρώχνονταν μέσα με την κατσουνίκα, ένα σιδερένιο γάμα με ξύλινο στυλεό. Όταν ο φούρνος πύρωνε, τοποθετούσε σ” ένα μακρύ ξύλο (σκάλεθρο) μια δέσμη κλαδιών πεύκου (σφούγγιο) και μ” αυτό καθάριζε το δάπεδο του φούρνου.
Έπειτα η νοικοκυρά έπαιρνε το σφουρνεύτριο που ήταν ένα κυκλικό σανίδι, όσο να χωρεί ένα ψωμί, με μακρύ στυλεό και έριχνε τα ψωμιά στο φούρνο. Σε λίγο έβγαινε η πίτα την οποία έτρωγαν με κοπανιστή. Για τα μικρά παιδιά η νοικοκυρά έφτιαχνε κολίκια (κουλούρια). Στον ιδιοκτήτη του φούρνου έδινε μια πίτα και ένα μικρό ψωμάκι, το ζεστό. Στο χωριό υπήρχαν αρκετοί φούρνοι.
Η νοικοκυρά έκανε ψωμιά για πολλές ημέρες., γιατί δεν είχε καιρό να ζυμώνει συχνά. Εν τούτοις το ψωμί, αν και γινόταν σαν πέτρα, σπάνια μούχλιαζε. Ίσως γιατί το ντόπιο αλεύρι ήταν ανόθευτο, γνήσιο σιμιγδάλι, αλεσμένο με παραδοσιακό τρόπο.
Ενδυμασία
Οι άνδρες φορούσαν τη γνωστή νησιώτικη βράκα. Επάνω φορούσαν την καμιζόρα και έπειτα το πουκάμισο. Πάνω από αυτά φορούσαν μαύρο ή μπλε γιλέκο, στολισμένο με μαύρα ή μπλε κεντήματα. Στο κεφάλι φορούσαν μαύρο κοζάκικο σκούφο.
Στα πόδια φορούσαν μαύρα ή μπλε τουρλούκια (περικνημίδες), κεντημένα με το ανάλογο χρώμα. Τα παπούτσια, τα λεγόμενα γεμενιά, ήταν περίεργα, στένευαν στη μύτη και στο τέλος πλάταιναν. Οι κάλτσες ήταν μαύρες, αλλά σπάνια τις φορούσαν. Κοινό κάλυμμα της κεφαλής, για άνδρες και γυναίκες, ήταν η Σμυρνέικη μαντήλα (μαγουλίκα). Είχε χρώμα κίτρινο με διάφορα κεντήματα.