Ήθη και Έθιμα
Χριστούγεννα- Πρωτοχρονιά
Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς έδιναν ξεχωριστό χρώμα στη ζωή του χωριού, όπου οι ευκαιρίες για διασκέδαση δεν ήταν συχνές.
Χριστούγεννα
Οι προετοιμασίες άρχιζαν με χοιροσφάι (σφάξιμο των χοίρων). Οι περισσότεροι χωριανοί έτρεφαν έναν χοίρο, τον οποίο έσφαζαν την παραμονή των Χριστουγέννων. Για αρκετό καιρό ήταν εξασφαλισμένο το κρέας που ήταν σπάνιο εκείνες τις εποχές. Από τα διάφορα μέρη του ζώου γίνονταν ποικίλα παραδοσιακά φαγητά, όπως πηχτή, και πασπαλάς.
Οι νοικοκυρές επίσης, έφτιαχναν παραδοσιακά γλυκά όπως φοινίκια, κουραμπιέδες, μπακλαβαδόπιτες και λαόπιτες (πίτες από κόκκινες κολοκύθες, τους λεγόμενους ταμπουράδες). Τα παιδιά ανήμερα των Χριστουγέννων, γύριζαν το χωριό και έλεγαν τα κάλαντα στους οικοδεσπότες με αντάλλαγμα αυγά, γι” αυτό κρατούσαν και ένα καλάθι. Η Λειτουργία των Χριστουγέννων άρχιζε τα μεσάνυχτα και τελείωνε τα ξημερώματα.
Πρωτοχρονιά
Τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες του χωριού έκαναν ψωμιά με ξεπλασισμένο (διπλοκοσκινισμένο) ντόπιο αλεύρι. Επάνω στα ψωμιά έβαζαν σουσάμι, αμύγδαλα και καρύδια. Ένα από αυτά ήταν μεγαλύτερο και στολισμένο με ξεχωριστή φροντίδα, η βασιλόπιτα. Επίσης, έφτιαχναν και κολίκια (κουλούρια).
Ανήμερα της πρωτοχρονιάς τα παιδιά τραγουδούσαν τα παρακάτω κάλαντα και οι οικοδεσπότες τους έδιναν γλυκά και νομίσματα :
«Άγιος Βασίλης έρχεται
και δεν μας καταδέχεται ,
από την Καισαρεία
συ σ” αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι
δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε
τη μοίρα του την έγραφε,
και το χαρτί ομίλιε
άσπρε μου χρυσέ μου ήλιε.
Βασίλη, πόθεν έρχεσαι
και δεν μας καταδέχεσαι,
και πόθεν κατεβαίνεις
και δεν μας καλοτυχαίνεις.
Από της μάνας μ” έρχομαι,
βαρέθηκα να στέκομαι,
και στο σκολειό μου πάω
δε μου λέτε τι να κάνω.
Κάτσε να φας κάτσε να πιεις
κάτσε τον πόνο σου να πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα
και στο σκολειό μου πάγαινα,
τραγούδια δεν ηξεύρω
να” ρθω τζόγια μου να σε βρω.
Και σαν ηξεύρεις γράμματα
γαρουφαλιές με κλάματα,
πες μας την άρφα βήτα
ωσάν άγιος που ήτα.
Και στο ραβδίν ακούμπησε
να πει την άρφα βήτα,
και το ραβδί ξερό ραβδί
χλωρά βλαστάρια πέτα,
άσπρη μου χρυσή βιορέτα.
Κι απάνω στα κλωνάρια του
και τα παράκλωνάρια του
πέρδικες κελαδούσαν.
Δεν ήταν μόνο περδικες
ήταν κι αηδονάκια,
μαύρα μου γλυκά ματάκια.»
Στο τέλος έλεγαν τα παινέματα για το σπίτι ή για τα μέλη της οικογένειας :
«Σ” αυτό το σπίτι που” ρταμε
πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρονιά να ζήσει.
Σ” αυτό το σπίτι που” ρταμε
τα ράφια” ναι ξυλένια
του χρόνου σα ξανάρτομε
να” ναι μαλαματένια.»
Και τελείωναν με το παρακάτω δίστιχο :
«Εσφάξαμεν τον πετεινό
κι αφήκαμε την κότα.
Δότε κι εμάς τον κόπο μας
να πάμε σ” άλλη πόρτα.»
Μετά την Λειτουργία της Πρωτοχρονιάς φρόντιζαν να παίρνουν στα σπίτια ένα αγόρι πρωτότοκο (πρωτογονάτο) να κάνει ποδαρικό (πουαρικό) μπαίνοντας στο σπίτι με το δεξί πόδι. Επίσης, έσπαζαν και ένα ρόδι (ρούι), για να είναι πλούσια τα αγαθά μέσα στο σπίτι, σαν τους κόκκους του ροδιού.
Στο τραπέζι που ακολουθούσε, έκοβαν τη βασιλόπιτα. Έβαζαν επάνω της κλαδιά ελιάς και την έκοβαν, αφού πρώτα τη σταύρωναν με το μαχαίρι. Μέσα υπήρχε κάποιο νόμισμα που το έλεγαν τουρνέσι. Τα φύλλα της ελιάς τα έριχναν στη φωτιά και ονομάτιζαν (νομάτιζαν) ένα ζώο που ήταν ετοιμόγεννο. Έλεγαν και κάποια λόγια. Αν τα φύλλα κροτούσαν (τσουκαρούσαν) τότε το ζώο θα καλογεννούσε. Η πυρομαντεία έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Την Πρωτοχρονιά άναβαν φωτιά βάζοντας στο τζάκι έναν χοντρό κορμό δέντρου (πικόρμι). Τη στάχτη του πικορμιού την μάζευαν, την κοσκίνιζαν και την έριχναν στ” αμπέλια και στους κήπους για την καταπολέμηση των διαφόρων ασθενειών και περισσότερο της μελίγκρας,(μούρτης).
Θεοφάνεια
Τα Φώτα γινόταν αγιασμός στη Μέσα Βρύση. Στον πρώτο ή μικρό αγιασμό την παραμονή των Φώτων, όλοι νήστευαν. Έπαιρναν με ένα λαδοφάναρο το άγιο φως από την εκκλησία και με ένα ποτήρι τον αγιασμό και χωρίς να φάνε πήγαιναν στα χωράφια και τα άγιαζαν. Με τον αγιασμό αυτό ράντιζαν ανθρώπους και ζώα , όταν αρρώσταιναν.
Με τον αγιασμό της εορτής του Αγίου Τρύφωνος ράντιζαν τα χωράφια. Αντίθετα με τον αγιασμό της εορτής του Αγίου Μοδέστου ράντιζαν μόνο τα ζώα, αφού θεωρείται ο προστάτης των ζώων.
Μ.Σαρακοστή-Πάσχα
Ένα από τα στοιχεία που αξίζει να σημειωθούν είναι το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα των Λεπτοποδουσών , όπως άλλωστε και όλων των κατοίκων κάθε χωριού της Ελλάδας τα παλαιότερα χρόνια.
Εκτός από την αυστηρή και ασκητική νηστεία σ” όλη τη διάρκεια της Μ. Σαρακοστής, έπρεπε να παρακολουθούν κάθε βράδυ τον Εσπερινό και, παρά την κούρασή τους, να κάνουν αρκετές μετάνοιες (γονυκλισίες). Όλοι ανεξαιρέτως, μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες έκαναν μετάνοιες. Στα παιδιά που διαμαρτύρονταν για τη μεγάλη διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής, έλεγαν ότι “Η Λαμπρή αργεί να” ρτει, γιατί έρκεται μ” έναν κουτσό γαουράκι”.
Πρωτοκύριακο
Την πρώτη Κυριακή των νηστειών, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, οι χωριανοί έκαναν κοινό μνημόσυνο για τος ψυχές των προσφιλών συγγενών τους. Κάθε σπιτικό έκανε κόλλυβα και μια πίτα μεγάλη από αλεύρι ντόπιο ψιλοκοσκινισμένο (ξεπλασισμένο). Μετά τη Λειτουργία, στην οποία προσέρχονταν και οι κάτοικοι των γύρω χωριών, μοίραζαν κόλλυβα και φελιά (μεγάλα κομμάτια από πίτες).
Οι χωριανοί έφευγαν από την εκκλησία και πήγαιναν στα σπίτια μαζί με τους συγγενείς και φίλους από τα γύρω χωριά. Ακολουθούσε γεύμα με ρεβυθοπίλαφο και μελιτζάνες σκορδαλιά, τις οποίες μάζευαν από το καλοκαίρι, τις ξέραιναν και τις φύλαγαν για το Πρωτοκύριακο, όπως αποκαλούν οι χωριανοί την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Στο τραπέζι έπιναν ντόπιο κρασί και σούμα και πολλές φορές ακολουθούσε μεγάλο γλέντι μέχρι το βράδυ.
Το ωραίο αυτό έθιμο, αναβιώνει κάθε χρόνο στην Λούτσα Αττικής από τον Εξωραϊστικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο Απανταχού Λεπτοποδουσιών Χίου “Τα Αγιάσματα”.
Σάββατο του Λαζάρου
Τέτοια μέρα, κάθε χρόνο, οι νοικοκυρές έφτιαχναν μικρά ψωμιά σε σχήμα κουλούρας (κούτσες) που τα ονόμαζαν λαζάρους, Τα μικρά παιδιά τραγουδούσαν :
«Ήρτεν ο Λάζαρος ήρταν τα Βάγια
Ήρτεν η Κυριακή που τρων τα ψάρια»
Κυριακή των Βαΐων
Ανήμερα των Βαΐων έπαιρναν τα βάγια κι τα πήγαιναν στα χωράφια να τα αγιάσουν. Τα παιδιά τραγουδούσαν :
«Βάγια βάγια των βαγιώ τρώμε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή τρώμε κόκκινο αυγό.»
Μεγάλη Εβδομάδα
Η Εβδομάδα αυτή περνούσε με προσευχή και αυστηρή νηστεία. Δεν έτρωγαν λάδι μέχρι και το Μ. Σάββατο. Τη Μ. Παρασκευή δεν έπιναν ούτε νερό και μετά το στόλισμα του Επιταφίου και την Αποκαθήλωση,που γινόταν το απόγευμα, έπαιρναν αντίδωρο και μετά έτρωγαν.
Η περιφορά του Επιταφίου τη Μ. Παρασκευή, μέσα σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη από τα μύρα της άνοιξης, ήταν μια μοναδική εμπειρία. Όταν γύριζαν το ναό ο ιερέας κρατούσε το Επιτάφιο πάνω στο κεφάλι του και στεκόταν μπροστά στην είσοδο του Ναού. Οι χωριανοί μπαίνοντας μέσα στην εκκλησία περνούσαν από κάτω, ενώ οι ψάλτες έψαλλαν το “Δος μοι τούτον τον ξένον”.
Τα πολύ παλιά χρόνια οι γυναίκες τραγουδούσαν το μοιρολόι της Παναγίας:
«Τώρα ν” αγιά Σαρακοστή τώρα” ναι άγιες μέρες
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τα μέρη,
εκάθετον η Παναγιά μόνη και μοναχή της.
Την προσευχή της έκαμνε για το μονογενή της.
Ακού βροντές, βλέπ” αστραπές και ταραχές μεγάλες.
Βγαίνει στην πόρταν της να δει τι το κακόν το μέγα.
Βλέπει τον ουρανό θολό και τ” άστρα βουρκωμένα.
Το φεγγαράκι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμέν.
Τηρά ζερβά, τηρά δεξιά βλέπει τον Άγιο Γιάννη,
τον Άγιο Γιάννη που” ρκετον κλιαμένος, σκοτωμένος.
Κλιαμένος και κακόκαρδος και παραπονεμένος.
- Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
Που” ναι το δασκαλάκι σου και ήρτες μοναχός σου;
- Δεν έχω στόμα να το πω χείλη να το μιλήσω.
Ουτ” η καρδιά μου το βαστά να σου το μολογήσω.
Το Δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι.
Η Παναγιά σαν τ” άκουσε ευρέθη λιγωμένη.
Σταμνί νερό της χύσανε τρία κλωνιά του μόσχου,
τέσσερ” από ροδόσταμο ώστε να συνεφέρει.
Όταν συνέφερεν καλά αυτόν τον λόγο λέει.
- Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριά και του Λαζάρου η μάνα
του Ιωσήφ η αδερφή να πάμε όλοι αντάμα.
Να πα να δω το γιούκα μου πριχού τονε σταυρώσουν,
πριχού του βάλουν τα καρδιά και μου τον θανατώσουν.
Επήραν δρόμο το στρατί, δρόμο το μονοπάτι.
Οι δρόμοι δάκρυα γέμιζαν κι οι άκριες μοιρολόγια.
Αφ” τα πολλά τα δάκρυα οι δρόμοι ελασπώνα.
Το μονοπάτι τους” βγαλε στ” ατσίγγανου την πόρτα.
Βλέπουν χαλκιά και χάλκεβγε οβριούς και παραστέκα.
Η Παναγιά τους αρωτά, η Δέσποινα τους λέει.
- Ώρα καλή, ατσίγγανε και τ” ειν΄ η μαστοριά σου;
- Οβριοί μου παραγγείλανε καρφάκια να τους κάμω.
Εκείνοι μου” παν τέσσερα μα” γω τους κάμνω πέντε.
Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια
και τ” άλλο το φαρμακερό βαθιά μεσ” τα τζιέρια.
Καθώς τ “ακού η Παναγιά ευρέθη λιγωμένη.
Σταμνί νερό της χύσανε τρία κλωνιά του μόσχου,
τέσσερ” από ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Και σαν συνέφερεν καλά αυτόν τον λόγο λέει.
- Ατσίγγανε, ως μ” έκαψες καταραμένος να” σαι.
Ποτέ παράδες και ψωμί ποτέ σου μη χορτάσεις.
Ξύλα να βάλεις στη φωτιά, στάχτη να μην ποτάξεις.
Πήραν το δρόμο το στρατί στρατίν το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τους” βγαλε εις του ληστή την πόρτα.
Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή με τα σχοινιά δεμένη
και τα παράθυρα κι” αυτά καλά μανταλωμένα.
- Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου,
να μπω να δω τον γιόκα μου πριχού τονε σταυρώσουν,
πριχού του βάλουν τα καρφιά και μου τον θανατώσουν.
Οι πόρτες αφ” τον φόβο τους μονάχες των ανοίξαν
και τα παραθυρόφυλλα όλα ξεριζωθήκαν.
Βλέπουνε κόσμο αμέτρητο που μετρημό δεν έχει.
Κανένα δεν εγνώρισε μόνο τον Άγιο Γιάννη.
- Για πε μου , Γιάννη μου, να ζεις που” ναι ο δάσκαλός σου;
Που” ναι το δασκαλάκι σου και στέκεις μοναχός σου;
Και κείνος της απάντησε :
- Βλέπεις εκείνο τον γυμνό και τον ανεμαλιάρη,
που έχει στο κεφάλι του αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είν” ο γιόκας σου κι εμόν ο δάσκαλός μου.
Ως τ” άκουσεν η Παναγιά ευρέθη λιγωμένη.
Σταμνί νερό της χύσανε τρία κλωνιά του μόσχου,
τέσσερ” από ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Και όταν την συνεφέρανε αυτόν τον λόγο λέει.
- Γύρε Σταυρέ μου εμπροστά, γύρε Σταυρέ μου πίσω,
να πιάσω την αγια – ποδιά το αίμα να σφουγγίσω
να πιάσω και τον γιόκα μου να τον γλυκοφιλήσω.
Και ο Χριστός της απαντά απάνω από το ξύλο:
- Άμε μάνα μου στο καλό και διάφορο δεν έχεις.
Πάρε τον Άγιον Γιάννη γιο και με μη μ” απαντέχεις.
- Ποια άλλη μάνα το” καμε στον κόσμο σαν και μένα
ν” αφήσει γιο μονογενή να πάρει ξένη γέννα;
Που” ναι μαχαίρι να σφαγώ, κρεμός να πα κρεμίσω,
πηγάδι να πηγαδιαστώ να κακοθανατίσω;
- Σφάζεσαι μάνα σφάζεσαι, σφαζετ” ο κόσμος όλος.
Σφάζονται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
Σφάζονται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς των άντρες.
Κάνε μάνα μ” υπομονή να το βρει ο κόσμος όλος.
Άμε μανούλα στο καλό και διάφορο δεν έχεις.
Και το Μεγάλο Σάββατο νύχτα μη μ” απαντέχεις.
Όταν χτυπούν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες,
τότε και συ μανούλα μου θα΄χεις χαρές μεγάλες.«
Για τις ημέρες της Μ. Εβδομάδας λέγανε και το παρακάτω:
«Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη, μεγάλη κρίση
Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εδικάστη
Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός μας επαιδεύτη
Μεγάλη Παρασκευή, κλιάματα και δαρμοί
Μεγάλο Σάββατο, ο Χριστός στο θάνατο
Μεγάλη Κυριακή, μπαμ εδώ και μπαμ εκεί
κι οι Οβριοί στη φυλακή«
Τη Μ. Εβδομάδα οι νοικοκυρές έβαφαν τα αυγά και ζύμωναν τις κοφινιές, μεγάλες κουλούρες που τους έβαζαν επάνω ένα κόκκινο αυγό, καθώς και τις κούτσες (μεγάλα κουλούρια σε σχήμα κούκλας). Επίσης, έφτιαχναν κουλουράκια, μπακλαβάδες και άλλα γλυκά.
Το Μ. Σάββατο το πρωί στη λειτουργία, την ώρα που ο ιερές έψελνε “Ανάστα ο Θεός” οι χωριανοί χτυπούσαν τα στασίδια. Τα μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου χτυπούσε η καμπάνα χαρμόσυνα και όλοι, μικροί μεγάλοι φορούσαν τα γιορτινά τους. Σ” ένα καλαθάκι ή μαντήλι η νοικοκυρά έβαζε αυγά, τυρί και κουλουράκια για να τα ευλογήσει ο παπάς/
Με το λαδοφάναρο στο χέρι ξεκινούσαν όλοι για την εκκλησία. Το θαμπό, τρεμάμενο φως των καντηλιών δημιουργούσε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα και όλοι παρακολουθούσαν με μεγάλη ευλάβεια τη λειτουργία. Όταν πλησίαζαν μεσάνυχτα, ο ιερέας έβγαινε στην Ωραία Πύλη και ρωτούσε αν όλοι οι χωριανοί ήταν στην εκκλησία, για ν” αρχίσει την Ακολουθία της Αναστάσεως.
Μετά το “Δεύτε λάβετε φως” ο ιερέας έβγαινε στην Ωραία Πύλη κρατώντας της Ανάσταση. Μετά έβγαιναν στην αυλή του ναού, όπου γινόταν η Ανάσταση κάτω από τις ασταμάτητες κωδωνοκρουσίες και τους θορύβους των πυροτεχνημάτων. Η είσοδος μέσα στο ναό γινόταν σύμφωνα με το τυπικό και την παράδοση του Πατριαρχείου. Έμπαιναν δύο-τρεις χωριανοί μέσα στοι ναό και έκλειναν την πόρτα.
Ο ιερέας, κρατώντας στο ένα χέρι το Άγιο Φως και στο άλλο το Ευαγγέλιο, πλησίαζε την πόρτα του Ναού και έλεγε :
- “Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης”.
Και πίσω από την πόρτα του Ναού ακουγόταν η ερώτηση :
- “Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;”
Και ο ιερέας απαντούσε:
- “Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης.”
Η ερωταπόκριση αυτή γινόταν τρεις φορές. Την τρίτη φορά ο ιερέας απαντούσε :
- “Κύριος των δυνάμεων αυτός εστίν ο Βασιλεύς της δόξης”.
Έσπρωχνε δυνατά με το πόδι την πόρτα, η οποία άνοιγε με πάταγο και έμπαινε θριαμβευτικά στο Ναό. Οι χωριανοί, που ήταν μέσα, χτυπούσαν τα στασίδια αναπαριστώντας τον πανικό σκοτεινών δυνάμεων του Άδη που κατανικήθηκαν από τον Αναστάντα Κύριο. Αντίθετα με τις συνήθειες των ανθρώπων των μεγαλουπόλεων, οι χωριανοί παρακολουθούσαν όλοι με μεγάλη ευλάβεια τη Θεία Λειτουργία μέχρι το τέλος.
Λίγο πριν τελειώσει, άφηναν οι νοικοκυρές τα καλαθάκια τους δεξιά της Ωραίας Πύλης κάτω από την εικόνα του Χριστού και ο ιερέας τα ευλογούσε διαβάζοντας την κατάλληλη ευχή. Όλοι οι χωριανοί, ανεξαρτήτου ηλικίας, κοινωνούσαν. Στο στάδιο της προετοιμασίας, εκτός από την εξαντλητική τεσσαρακονθήμερη νηστεία και τις ατελείωτες γονυκλισίες, περιλαμβανόταν και η συμφιλίωση μεταξύ των χωριανών, που είχαν τσακωθεί για διάφορα θέματα.
Ανταλλάσσοντας την καθιερωμένη ευχή “Χριστός Ανέστη” – “Αληθώς Ανέστη” οι χωριανοί κατευθύνονταν στα σπίτια τους για να συμπληρώσουν τον ύπνο τους. Τα ξημερώματα τα παιδιά ήταν στο πόδι για την καθιερωμένη κωδωνοκρουσία.
Το πασχαλινό τραπέζι ήταν ανάλογο με την ενδημική ανέχεια των βορειοχώρων. Ένας πετεινός ή κότα, ένα κομμάτι κατσικίσιο κρέας ή στην καλύτερη περίπτωση ένα κατσικάκι ή αρνάκι. Υπήρχαν επίσης, άφθονο γάλα, τυρί και αυγά. Πρώτα έτρωγαν το αυγό για να “ξεβουλώσουν”, όπως έλεγαν τη νηστεία, την οποία “είχαν βουλώσει” με ένα αυγό την τελευταία αποκριά, την Τυρινή.
Το μεσημέρι, μετά το φαγητό, άρχιζε η προετοιμασία για το κάψιμο του Εβραίου. Έπαιρναν παλιά ρούχα, α οποία παραγέμιζαν με πευκατσίγγανα (φύλλα πεύκων). Έβαζαν για κεφάλι μια τσαρκατού (νεροκολοκύθα), επάνω στην οποία ζωγράφιζαν μάτια και στόμα και ο Εβραίος ήταν έτοιμος. Ένα παλιό καπέλο συμπλήρωνε την αμφίεση. Στο εσωτερικό του έβαζαν μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης.
Το απόγευμα γινόταν η Ακολουθία της Αγάπης, η “Δεύτερη Ανάσταση” κάτω από τις συνεχείς “εκρήξεις” των βαρελότων. Όταν τελείωνε η Ακολουθία, έβγαιναν όλοι στον αυλόγυρο και παρακολουθούσαν το κάψιμο του Εβραίου.
Δευτέρα του Πάσχα
Τη Δευτέρα της Διακαινησίμου , συνήθως, ήταν η γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Η Λειτουργία γινόταν στο γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στο Χειμωνιό και πήγαιναν όλοι οι χωριανοί. Όταν τελείωνε η Λειτουργία γινόταν κέρασμα με ντόπια ρακή (σούμα), σύκα ξερά και φρέσκα κουκιά. Μετά το κέρασμα, οι πανηγυριώτες πήγαιναν στο Ρουσοπόταμο και κάθιζαν κάτω από τη σκιά των αιωνόβιων πλατανιών. Αφού έτρωγαν κάτι πρόχειρο, επέστρεφαν στο χωριό.
Τρίτη του Πάσχα (Νιότριτο)
Το πραγματικό πανηγύρι γινόταν την Τρίτη της Διακαινησίμου (το Νιότριτο). Πολύ πρωί, πριν ακόμη βγει ο ήλιος, χτυπούσε η καμπάνα και οι χωριανοί μαζεύονταν στην εκκλησία. Έβγαζαν τις εικόνες από το Ναό και σχημάτιζαν πομπή παίρνοντας το δρόμο για τα Αγιάσματα. Μπροστά πήγαινε η σημαία, ακολουθούσαν τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα, οι εικόνες και τέλος ο ιερέας με τους ψάλτες και τους πανηγυριώτες. Ακολουθούσαν το δρόμο που οδηγεί στους Λάκκους και από εκεί κατηφόριζαν, μέσω “Βίγλας” και έφθαναν στα Αγιάσματα.
Περνώντας από τα χωράφια, έκαναν δεήσεις για να καρποφορήσει η γη. Πριν φθάσει η πομπή στα Αγιάσματα, περνούσε από το κάποτε γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου, όπου γινόταν δέηση. Οι μικροί είναι προηγηθεί της πομπής και χτυπούσαν την καμπάνα, που κρεμόταν από μια αιωνόβια λυγαριά/
Μετά από εκεί, κατευθύνονταν για τον Άγιο Νικόλαο, όπου γινόταν η Θεία Λειτουργία. Στον παρακείμενο ναό της Αγίας Ζώνης έκαναν Λειτουργία οι Κεραμούσοι, που πήγαιναν και εκείνοι με τα εικονίσματα. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και αφού έτρωγαν κάτι πρόχειρο, ετοιμάζονταν για την επιστροφή. Όσοι είχαν σπίτια στα Αγιάσματα ζητούσαν από τον ιερέα να γίνει δέηση μπροστά σ” αυτά και προσέφεραν κάτι στην εκκλησία.
Μετά τον αγιασμό των σπιτιών Λεπτοποδούσοι και Κεραμούσοι, σε κοινή πομπή, έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής. Και στο γυρισμό δεν έλειπαν οι δεήσεις για την καρποφορία των αγρών. Όταν έφθαναν στη θέση Ορά, όπου ενώνεται το λαγκάδι της Γαλατούς με τον ποταμό Αρβανό, γινόταν κοινή δέηση και χώριζαν οι δύο πομπές. Οι μεν Κεραμούσοι προχωρούσαν παράλληλα με τον ποταμό, οι δε Λεπτοποδούσοι ανηφόριζαν στο Σκάλωπα.
Οι χωριανοί, μόλις αντίκριζαν από το χωριό την πομπή, άρχιζαν να χτυπούν ασταμάτητα την καμπάνα. Και η πομπή ανέβαινε αργά το φιδωτό μονοπάτι ανάμεσα στους ανθισμένους σπάρτους και στα καταπράσινα χωράφια. Όταν έφθαναν στο χωριό, έμπαιναν στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Μετά από περιφορά των εικόνων γύρω από την εκκλησία και μια τελευταία δέηση, άφηναν τις εικόνες στη θέση τους και πήγαιναν να ετοιμαστούν για το τραπέζι.
Από καιρό είχαν εξασφαλισθεί τα σφάγια και οι νοικοκυρές είχαν ζυμώσει λαμπροκουλούρες (κοφινίες). Από το πρωί της Νιας Τρίτης ο αρχιμάγειρας βοηθούμενος από τους επιτρόπους κομμάτιαζε το κρέας και έστηνε τα καζάνια στο μαγειρείο της εκκλησίας. Με την επιστροφή των χωριανών από τα Αγιάσματα, το φαγητό ήταν έτοιμο. Όταν χτυπούσε η καμπάνα, όλοι πήγαιναν στο κελί της εκκλησίας που είχε στρωθεί το τραπέζι.
Τα φαγητά, πιλάφι με κρέας και πατάτες γιαχνί με κρέας, συνοδεύονταν από παλιό εύγευστο και μυρωδάτο κρασί που το έβγαζε η εκκλησία από δικά της αμπέλια. Μετά το τέλος του τραπεζιού, στο οποίο παρευρίσκονταν και αρκετοί ξένοι, περιφερόταν δίσκος υπέρ της εκκλησίας. Πολλές φορές ακολουθούσε γλέντι μέχρι πρωίας.
Γάμος
Πριν από το γάμο γινόταν παζάρι μεταξύ των μελλοντικών συμπεθέρων και με συμμετοχή του γαμπρού για να εξασφαλισθούν περισσότερα χωράφια ως προίκα της νύφης. Προικοσύμφωνα συνήθως δεν γίνονταν. Αρκούσε η συμφωνία των συμπεθέρων, την οποία σπάνια αθετούσαν.Αφού οριζόταν η ημερομηνία του γάμου, άρχιζαν οι προετοιμασίες. Το στρώσιμο του κρεβατιού, η επίδειξη των προικιών, η εξασφάλιση των σφαγίων για το γαμήλιο τραπέζι και το ζύμωμα των στεφανοκούλουρων.
Προηγείτο πάντοτε το κάλεσμα των χωριανών, που γινόταν προσωπικά από στενούς συγγενείς των μελλονύμφων. Το απόγευμα της ημέρας του γάμου, οι κοπέλες του χωριού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και τη στόλιζαν τραγουδώντας το νυφικάτο (τραγούδι του γάμου). Το ίδιο έκαναν και οι νεαροί συγγενείς και φίλοι του γαμπρού, τραγουδώντας τον ξύριζαν και τον έντυναν.
Στη συνέχεια ο γαμπρός με τα όργανα πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Την έπαιρνε και πήγαινε στην εκκλησία, όπου γινόταν το μυστήριο του γάμου. Κατά την ώρα που ετοιμάζονταν οι νεόνυμφοι και στη συνέχεια, που η πομπή πήγαινε στην εκκλησία, έριχναν αρκετές τουφεκιές. Την ώρα που έψελναν το “Ησαΐα χόρευε” κάποιος σήκωνε τον κουμπάρο και δεν τον άφηνε κάτω αν δεν του έταζε έστω και έναν κόκκορα. Τα δώρα των νεονύμφων “ριξίδια” τα έριχναν στον ώμο τους και αν ήταν χρήματα τα καρφίτσωναν στο φόρεμα της νύφης ή στο κουστούμι του γαμπρού.
Ακολουθούσε τραπέζι στο κελί της εκκλησίας και φυσικά γλέντι μέχρι το πρωί. Όταν ξημέρωνε, το ζευγάρι πήγαινε μαζί με τους συγγενείς και τους φίλους στο σπίτι της νύφης. Εκεί τοποθετούσαν στα κεφάλια των νεονύμφων δύο κουλούρες, τα στεφανοκούλουρα, τα οποία στη συνέχεια μοιράζονταν οι συνδαιτυμόνες.
Ο πατέρας ή η μάνα της νύφης έδιναν τα προχέρια, που ήταν συνήθως χρυσά νομίσματα. Το ίδιο γινόταν και με το γαμπρό. Το έθιμο αυτί στα νεώτερα χρόνια άλλαξε και αντί χρυσά νομίσματα, έδιναν κάποιο χωράφι παραπάνω από την προίκα που συμφωνήθηκε. Πολλές φορές το γαμήλιο γλέντι διαρκούσε περισσότερα από μία ημέρα.Την επόμενη Κυριακή γινόταν ο αντίγαμος. Οι νεόνυμφοι πήγαιναν στην εκκλησία και κοινωνούσαν. Μετά ακολουθούσε νέο γλέντι.
Μερικά από τα τραγούδια που ακούγονταν εκείνη την εποχή στους γάμους, οι λεγόμενοι νυφικάτοι, είναι οι παρακάτω :
Νυφικάτος 1
«Νύφη μας πράσινο χαρτί και λαμπερό φεγγάρι,
πόσα φλουριά τ” αγόρασες τούτο το παλικάρι.
Άχου, άχου πως μ” αρέσει
της νυφούλας μας η μέση.
Ειν” ο γαμπρός γαρίφαλο κι η νύφη βαβουλάκι,
παράνυφη, παράγαμπρος άστρο και φεγγαράκι.
Βιόλα μου” πεσε στη στράτα
κι ήβρεν τη μια μαυρομάτα.
Μας πήρανε το γιασεμί αντάμα με τη ρίζα,
π” απλώναμε τα ρούχα μας απάνω και μυρίζα.
Έλα, έλα που σου λέω
μη με τυραννάς και κλαίω.»
Νυφικάτος 2
«Άστρα που” στε στον ουρανό για περιμαζευτείτε,
να πα να στεφανώσετε κι ύστερα σκορπιστείτε.
Ασημένιο μου ρολόι
που” σαι τ” αρχοντολόι.
Μάνα μου πάρε τα κλειδιά και δος μου τα δικά μου
και γω θα ζήσω τώρα πια με τα πεθερικά μου.
Στης παράνυφης τα φρύδια
παιζ” ο έρωτας παιχνίδια.
Εφύτεψα βασιλικό και βγήκε μαντζουράνα
και την εκρυφοπότιζα να βλογηθούμ” αντάμα.
Βιόλα μου και κατιφέ μου
σε σ” αλησμονώ ποτέ μου.
Νύφη μας ωραιότατη, νύφη μας αρετούσα
χαρά που την επήρανε ευτοί που σ” αγαπούσα.
Τα ματάκια σου τα μαύρα
μ” άναψαν φωτιά και λαύρα.
Γαμπρέ μας καλορίζικε να ζήσης να γεράσεις,
να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους ξεπεράσεις.
Νύφη μας καμαρωμένη
και στον κόσμο ξακουσμένη.
Όσ” άστρα έχ” ο ουρανός και ο Γενάρης χιόνια,
να ζήσει και τ” αντρόγυνο ευτυχισμένα χρόνια.
Τα ματόκλαδά σου λάμπου
σαν τα λούλουδα του κάμπου.
Απόψε γάμος γίνεται, απόψε παναΰρι
απόψε αποχωρίζεται η κόρη αφ” τον κύρη.
Η γαρουφαλιά σου κλείνει
να περάσω ε μ” αφήνει.
Σαν που” ναι ο πρίνος φουντωτός κι ο πεύκος δασωμένος,
έτσ” είν” η νύφη κι ο γαμπρός από μεγάλο γένος.
Τα ματάκια σου μου λένε
σαν πεθάνω θα με κλαίνε.
Νύφη μας το φουστάνι σου αγγέλοι σου το ράψα
και κάτω στον ποδόγυρο το ταίρι σου εγράψα.»
Νυφικάτος 3
«Άμε, γαμπρέ, στην εκκλησιά και στα στο παραθύρι
κι απόψε στην αγκάλη σου θα σου” ρτει μουσαφίρης.
Έλα, έλα πέρδικα μουσαφίρης
στ” αγκαλάκια τα δικά μου.
Γαμπρέ μια χάρη σου ζητώ κι αν θες να μας την κάνεις,
τον κρίνο που σου δώκαμε να μη μας το μαράνεις.
Τ” άστρα και τη πούλια ρώτα
πως σ” αγαπούν απέ πρώτα.
Γαμπρέ, τη νύφη ν” αγαπάς να μην τηνε μαλώνεις,
σαν το σγουρό βασιλικό να την εκαμαρώνεις.
Τ” άστρα και το φεγγαράκι
εγινήκασιν ταιράκι.
Κουμπάρε, πρωτοκούμπαρε που” βαλες το στεφάνι,
να σ” αξιώσει ο Θεός να βάλεις και το λάδι.
Άχου, άχου πως μ” αρέσει
της παράνυφης η μέση.
Κουμπάρε, που εβάσταξες τα στέφανα στο δίσκο,
τρεις ώρες σε παρατηρώ ψεγάδιν ε σου βρίσκω.
Τ” άστρα μέτρουν ένα ένα
μα ε σου” μοιαζε κανένα.
Ω, Παναγιά μου Δέσποινα, με το Μονογενή Σου,
στ” αντρόγυνο που γίνηκε να δώκεις την ευκή σου.
Πρόβαλε να δεις πως ήρτα
τ” άστρα μ” έφεραν τη νύχτα.
Πήρες εκείνον που” θελες με την υπομονή σου,
χαρήκανε οι φίλοι σου σκάσανε οι οχτροί σου.
Στου παράγαμπρου τα φρύδια
παίζει ο έρωτας παιχνίδια.
Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει μέρα,
σήμερα στεφανώνεται α
αϊτός την περιστέρα.
Τα μαλλιά σου μπλίρες μπλίρες
κείνον που” θελες επήρες.
Γαριφαλιάς γαρίφαλο και λεμονιάς κλωνάρι,
πόσα φλουριά τ” αγόρασες τούτο το παλικάρι.
Της παράνυφης τα μάτια
κάμνουν τις καρδιές κομμάτια.
Γαμπρέ στο παραθύρι σου φύτεψες μαντζουράνα
κι επότιζες τη να θραφεί να κοιμηθείτ” αντάμα.
Βιόλα μου και κατιφέ μου
δε σ” αλησμονώ ποτέ μου.
Γαμπρέ, σαν πας στην εκκλησιά στάσου στο παραθύρι,
κι απόψε στ” αγκαλάκια σου α σου” ρτει μουσαφίρης.
Σ” όσους γάμους κι αν επήγα
τέτοιο γάμο δεν τον είδα.
Να” ναι η νύφη βαβουλάκι
κι ο γαμπρός γαρουφαλάκι.»
Απόκριες
Η περίοδος των Αποκριών, τις παλαιότερες εποχές, ήταν γεμάτη από γλέντια και κουδουνάτους, όπως έλεγαν οι χωριανοί τους μεταμφιεσμένους. Οι γυναίκες δε ντύνονταν μασκαράδες, αν και μετείχαν στα γλέντια. Συνήθως έπαιρναν κάποιο θέμα σχετικό με τη ζωή στο χωριό και έκαναν την ανάλογη μεταμφίεση.
Το κρασί έρεε άφθονο και βοηθούσε τους χορευτές που χόρευαν τον αποκριάτικο χορό, τον περπατικό όπως τον έλεγαν. Ο κορυφαίος του χορού τραγουδούσε ένα δίστιχο και οι υπόλοιποι το επαναλάμβαναν. Ο χορός αυτός μοιάζει με τον αγέρανο της Πάρου. Μερικά δίστιχα που λέγονταν είναι τα παρακάτω :
Αποκριάτικος 1
«Τούτες ημέρες έχουν το, τούτες οι εβδομάδες,
να τρώμε και να πίνομε σαν εξεφαντωτάδες.
Στα όρη βγαίνει κάπαρη
τα λόγια σου” ναι ζάχαρη.
Περάσανε οι κριατερές πάνε κι οι τυρινά(δ)ες
ήρθε κι αγιά Σαρακοστή με τις εφτά βδομά(δ)ες.
Στα όρη βγαίνω και θωρώ
το μπόι σου μέσ” το χορό.
Άρκισε γλώσσα μ” άρκισε τραβούδια ν” αραδιάζεις
τις όμορφες αφ” τα ψηλά να μας τις κατη(β)άζεις.
Τα ματάκια σου μου λένε
σαν πεθάνω θα με κλαίνε.
Σ” αγάπησα μα τι” καμα της γης την όψη πήρα
του κόσμου τον κατατρεμό και σένα δε σε πήρα.
Άσπρο γλυκό μου μέρτσινο
σε” σένα είν” το φταίξιμο.
Ποιος κρίνος ωραιότατος σου” δωκεν την ασπράδα
και ποια μηλιά γλυκομηλιά τη ροδοκοκκινάδα.
Ας ήμουν στο χεράκι σου
καπνός και δεφτεράκι σου.
Ντέβρι θα πάρω τα βουνά να δω κι αυτά τι λένε
να δω τα μάτια π” αγαπώ σαν τα δικά μου κλαίνε.
Αμύγδαλον ετσάκισα
και μέσα σε ζωγράφισα.
Ως και το χώμα που πατείς και κείνο το γνωρίζω,
σκύβω και το γλυκοφιλώ και δάκρυα το γεμίζω.
Να” μουνα της γης βελόνι
να πατείς να σ” αγκιλώνει.
Καρδιά μου απαρηγόρητη παρηγορήσου ατή σου
κι άλλες καρδιές το πάθανε δεν είσαι μοναχή σου.
Στον ποταμό στις λυγαριές
σε φίλησα μα δεν το λες.
Θα πάω να” βρω ένα δεντρί που να “ ναι μοναχόν του,
να κλαίει αυτό τον πόνο του κι εγώ τον εδικό μου.
Στα όρη βγαίνουν κρίταμα
σ” αγάπησα μα τ” ήκαμα.
Ώστε να ζιω θα σ” αγαπώ και μέσ” το μαύρο χώμα
και κει όταν με βάλουνε θα σ” αγαπώ ακόμα.
Να” μουνα λύση και δέση
στην ψιλή λιγνή σου μέση.
Τι ήκαμα της μάνας σου κι όπου με δει με βρίζει
το δρόμο το βασιλικό κανείς δεν τον ορίζει.
Ο ποταμός τραβά κλαδιά
κι εγώ για λόγου σου σκλαβιά.
Μ” αρνήστηκες που ν” αρνηστείς το φως των εματιών σου
να λαχταρείς για να με δεις και γω να στέκω μπρος σου.
Άντε να πάμε κει που λες
που κάμνουν τα πουλιά φωλιές.
Στιγμή και ώρα δεν περνά που να μη σε θυμούμαι
και με το αχ και με το βαχ πάλι παρηγοριούμαι.
Άντε να πάμε και τα δυο
σαν τα ψαράκια στο γιαλό.
Ω ουρανέ που” σαι ψηλά κατέβα κάνε κρίση
αγάπη δώδεκα χρονώ γυρέβγει να μ” αφήσει.
Σύρμα και συρματένιε μου
σταυρέ μαλαματένιε μου.
Καινούργια αγάπη και παλιά με βάλανε στη μέση
γυρίζω βλέπω την παλιά καινούργια δεν μ” αρέσει.
Έλα κοντά μου ακούμπησε
μη στέκεις και λυπούμαι σε.»
Αποκριάτικος 2
«Άρχισε γλώσσα μ “άρχισε τραβούδια ν” αραδιάζεις
τις όμορφες αφ΄ τα ψηλά να μας τις κατεβάζεις.
Τούτη γης που την πατούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε.
Σαν αρχινήσω και τα πω τα πάθη μου τραβούδια
η μαύρη γης μαραίνεται δε βγάζει πια λουλούδια.
Έλα, έλα που σου λέω
μη με τυραννάς και κλαίω.
Καρσί μου είν” ένα δεντρί που βγάζει το πιπέρι
και γράφουνε τα φύλλα του πως θα γενούμε ταίρι.
Έλα, έλα με τα μένα
να περνάς χαριτωμένα.
Ψηλόν κυπαρισσάκι μου σείσου και καν” αέρα
να κελαδήσουν τα πουλιά να παρ” ο νους μ” αέρα.
Μαζί μαζί πηγαίναμε
κι όλο για σένα λέγαμε.
Όποιος μ” ακού να τραβουδώ άραγες τι θα λέει
αν ήξερε τον πόνο μου μαζί μου θε να κλαίει.
Ο μπροστινός βαρυπατεί
χαρά στη νέα που κρατεί.
Δεν είσαι συ που μου” λεγες α δε με δεις πεθαίνεις
και τώρα πορπατείς και λες που με δες που με ξέρεις.
Εσόν τα λέω κι άκου τα
πάρε χαρτίν και γράφε τα.»
Αποκριάτικος 3
«Σαν αρχινήσ” η γλώσσα μου δεν είναι για να σφάλει,
γιατί την εσπουδάσανε του έρωτα δασκάλοι.
Αλίμονο και πάλι αλί
εράισα σαν το γυαλί.
Ψηλόν κυπαρισσάκι μου σείσου και καν” αέρα
να κελαηδήσουν τα πουλιά να ξημερώσ” η μέρα.
Έλα, έλα που σου λέω
μη με τυραννάς και κλαίω.
Ο έρωτας εις την αρχή είναι γλυκός και πλάνος
μα σα ριζώσει στην καρδιά είναι καμός μεγάλος.
Αμύγδαλό μου ταλικό,
ποιος σου” πε πως δε σ” αγαπώ.
Ντέβρι θα πάρω τα βουνά να βρω χελώνας αίμα
να φαρμακώσω τους οχτρούς που λεν κακό για” σένα.
Στον ποταμό στη γλίστρα του
με τρέλανε η χωρίστρα του.»
Την τελευταία Αποκριά, την Τυρινή, δεν έτρωγαν κρέας, αλλά οι νοικοκυρές έφτιαχναν χερίσια μακαρόνια από ντόπιο αλεύρι που συνοδεύονταν από ντόπιο κατσικίσιο τυρί. Ένα άλλο είδος ζυμαρικών που συνηθιζόταν στο χωριό ήταν οι κουλουρίες. Έμοιαζαν με τις χυλόπιτες. Οι νοικοκυρές άνοιγαν με τη ματσόβεργα φύλλο με ζυμάρι από ντόπιο αλεύρι. Στη συνέχεια έκοβαν το φύλλο σε λωρίδες, όπως τις χυλόπιτες.
Τελευταία έτρωγαν ένα αυγό, για να “βουλώσουν”, όπως έλεγαν, την κατάλυση των πασχαλινών φαγητών. Από την Καθαρή Δευτέρα άρχιζε αυστηρή νηστεία. Σ” όλη τη διάρκεια της Μ. Σαρακοστής δεν έτρωγαν κρέας,ψάρι,τυρί, αυγά και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή νήστευαν και το λάδι.